- ὑποτέτακται
- подчинено
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑποτέτακται — ὑποτάσσω place perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
покарѧтисѧ — ПОКАРѦ|ТИСѦ (127), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Покоряться, подчиняться: птицѧ бо нб҃сьны˫а покарѧютьсѧ чл҃вкѹ. и рыбы морьскы˫а. (ὑποτέτακται) КЕ XII, 185б; и та страна не покарѧетсѧ вамъ. ‹и› тогда аще просить вои ѹ насъ кнѧзь Рускии. да воюеть. да дамъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek